"Εμπιστέψου με ! Μη φοβάσαι. Μπορείς να στηρίζεσαι επάνω μου. Σκαρφάλωσε στη ράχη μου...έλα" !
μου είπε και έβαλα δισταχτικά το χέρι μου στη ράχη του. Ένα ρήγος διαπέρασε το σώμα μου καθώς χαϊδευα το τραχύ του δέρμα με τα ακροδάχτυλά μου.
"Μη φοβάσαι" μου ξαναείπε ο Falcor με βαρυά φωνή. Ήταν μεγάλος σε ηλικία αλλά είχε ζήσει πολλά και έμαθε να εμπιστεύεται το είδος μου..κατά περίεργο τρόπο άνθρωποι και δράκοι μπορούσαν να συνυπάρξουν αρμονικά στην πόλη ετούτη. Οι εχθροί μας ήταν πολλοί...οι πολιορκίες άλλες τόσες...δεν θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Χωρίς την βοήθειά τους θα είχαμε γίνει σκόνη. Τώρα όμως θα ζητούσα και τη βοήθεια ενός πρίγκυπα. Σε μια άλλη μακρυνή πόλη. Μια συμφωνία των δύο πόλεων θα μας έκανε πιο δυνατούς στις επερχόμενες μάχες. Είμασταν λίγοι και οι περισσότεροι απο εμάς απλά βοσκοί. Έτσι, ξεκίνησα το ταξίδι για να συναντήσω και να πείσω αυτόν που θα μας έδινε μια χείρα βοηθείας. Είχα άγχος...δεν ήξερα ούτε τι να πω..ούτε πως να συμπεριφερθώ...δεδομένης και της κατάστασής μου. Δεν ήθελα όμως να με λυπηθεί. Θα έβαζα τα δυνατά μου για να τον πείσω με το μυαλό μου. Και όχι με το παρουσιαστικό μου.
"Ελα ! Ανέβα! Πιάσου απο τον λαιμό μου και σιγα σιγά ανέβα ! " μου ξαναείπε και βγήκα απο την ονειροπόλησή μου. Άγγιζα και πάλι το δέρμα του σε μια προσπάθεια να καταλάβω που ακριβώς έπρεπε να ανέβω. Μόλις βρήκα το λαιμό του έδωσα ώθηση και σκαρφάλωσα δισταχτικά στην ράχη του. 'Μήπως τον πονούσα ; Mήπως είμουν πολύ βαριά" ; Αυτές οι ερωτήσεις έρχονταν στο μυαλό μου στη προσπάθειά μου να ισορροπήσω...."Κατέβα λίγο. Εκεί θα είσα μια χαρά μικρή μου" μου είπε και ένιωσα καλύτερα. "Μικρή μου" χμ...πάντα έτσι με φώναζε, δεν εννοούσε να καταλάβει οτι πια είμουν μια δεσποινίς ! Η φωνή του παρ'όλα αυτά ήταν ήρεμη και αυτό μου έδινε σιγουριά.
"Έτοιμη ; " με ρώτησε. "Νομίζω" απάντησα "Κρατήσου γερά" μου είπε και άκουσα τα φτερά του να σκίζουν τον άνεμο καθώς ανοιγόκλειναν...μια περίεργη αίσθηση είχα στο στομάχι καθώς ανεβαίναμε όλο και πιο ψηλά. Επιταχύναμε και ο άνεμος μου έπαιρνε πίσω τα μαλλιά, ένιωθα να ανεβοκατεβαίνω πάνω στη ράχη του, ίσως να μην είχα πιαστεί καλα όταν με ρώτησε: 'Είσαι έτοιμη να πάμε πιο γρήγορα" ;
"Δεν ξέρω...φοβάμαι....είναι που δεν...." δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την πρότασή μου όταν σκίζαμε τον ούρανο και δάκρυα έτρεχαν στο μάγουλό μου...δεν ξέρω εαν ήταν απο τον άνεμο ή απο τη συγκίνησή μου !
"Τώρα περνάμε πάνω απο την Λίλιθ. Λένε οτι είναι η πόλη των δαιμόνων. Πρέπει να προσέχουμε αρκετά....σε λίγο θα περάσουμε απο την Γκουντλίν την πόλη των ξωτικών..." Ο Falcor μου περιέγραφε την έκπληξη στα μάτια των χωρικών όταν περνάγαμε πάνω απο την πόλη τους...Πετάγαμε αρκετή ώρα...δεν ξέρω πόση. Είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Το σκοτάδι δεν με βοηθούσε άλλωστε.
"Τώρα φθάνουμε ! Να το ! Το κάστρο των Γιόρκ ! Εκεί είναι και ο πρύγκυπας ! Κρατήσου γερά ! Kατεβαίνουμε ! "
"Κατεβαίνουμε ? Πού' ? κρατήθηκα οσο πιο σφιχτά μπορούσα. Γλίστραγα καθώς το σώμα μου είχε πάρει μια κατηφορική στάση. Ο Falcor επιτάχυνε και τώρα ένιωθα ακόμα πιο έντονα τον ψυχρό άνεμο στο πρόσωπό μου, έκλεισα σφιχτά τα μάτια (δεν κατάλαβα γιατί το έκανα αυτό ακριβώς) ακούμπισα το κεφάλι μου στο σώμα του η έλξη της γης μας έπαιρνε όλο και πιο κάτω μέχρι που άκουσα και παλι τα φτερά του Falcor και ο άνεμος πια δεν μου μαστίγωνε το πρόσωπο.
Είχαμε φθάσει. Στο κάστρο. Όπως μου υποσχέθηκε οτι θα με πάει ο Falcor. Στο κάστρο του πρίγκυπα.Πήρα μια βαθειά ανάσα και κατέβηκα απο τη ράχη του.
"Θα έρθω μαζί σου. Δεν θα σε αφήσω μόνη σε αυτό" μου είπε.
"Με έφερες μέχρι εδώ φίλε μου και σε ευχαριστώ. Αλλά δεν θέλω να σε βάλω σε μπελάδες. Δεν ξέρω εαν επιτρέπουν δράκους μέσα στο κάστρο. Μπορείς να κάτσεις εδώ και να με περιμένεις, άλλωστε θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Πρέπει όμως πρώτα να μιλήσω με τον πρίγκυπα. Πρέπει να τον πείσω να μας βοηθήσει. Μόνο βρές μου ένα κλαδί, ενα χοντρό κλαδί για μαγκούρα. Θα το χρειασθώ για να φθάσω έως εκεί".
"Είσαι σίγουρη? Φοβάμαι να σε αφήσω μόνη...."
"Μην ανησυχείς τόσο. Τόσα χρόνια στο σκοτάδι έχω μάθει να προσέχω τον εαυτό μου. Ευχήσου μόνο να πείσω τον πρίγκυπα να μας βοηθήσει'
Ο Falcor ξεφύσυξε. Δεν του άρεσε η ιδέα να με αφήσει μόνη αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Ήξερα οτι θα με παρακολουθούσε απο μακρυά, κρυφά.
"Καλή επιτυχία μικρή. Εαν χρειασθείς κάτι, να φωνάξεις και θα έρθω αμέσως"
"Εντάξει..εντάααξει" έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου. Πέρασα το χέρι μου κάτω απο το λαιμό του και τον αγκάλιασα. 'Σε ευχαριστώ και πάλι φίλε μου.
Θα έρθω σύντομα. Μην ανησυχείς"
Διέσχισα με αργές κινήσεις τη κρεμαστή γέφυρα. Βοηθός μου το κλαδί που μου βρήκε ο Falcor.
"Αλτ. Που νομίζεις οτι πας" με ρώτησε με τραχειά φωνή ο φρουρός. Ταράχτηκα για μια στιγμή. Οχι δεν επρεπε να το βάλω κάτω. Όχι τώρα ! Τοσο δρόμο έκανα για να φθάσω έως εδώ. Μάζεψα τα κουράγια μου και απάντησα.
"Έρχομαι απο μακρυά. Ζητάω να δω τον πρίγκυπα...η πόλη μου κινδυνεύει και...." τον ειρμό μου διέκοπε ο θόρυβος απο την πόρτα που έτριζε. Ένα αεράκι μου δρόσισε το πρόσωπο...σάστισα καθώς δεν μπορούσα να αντιληφθώ εαν η πόρτα άνοιξε για να περάσω εγώ ή για να βγεί απο το κάστρο κάποιος άλλος, μέχρι που άκουσα τις οπλές ενός αλόγου.
Σήκωσα το πρόσωπό μου ακουλουθώντας τον ήχο που έκανε το χλιμύντρισμα του . Ο ήλιος μου έτσουξε τα μάτια παρά το πανί που είχα βάλει γύρω απο το κεφάλι μου για να τα σκεπάζω. Το άλογο πλησιάσε περίσσότερο, τόσο ώστε να καλύψει τον ήλιο και να δημιουργήσει μια σκιά που με ανακούφισε για λίγο.
"Απο που έρχεσαι ? Τι ζητάς ?" η ήρεμη φωνή ερχόταν απο τον καβαλάρη του αλόγου. "Πρίγκυπά μου η κοπέλα έχασε το δρόμο της προφανώς. Δεν την βλέπετε πως είναι?" πετάχτηκε με κακία ο φρουρός ! ¨"Πρίγκυπά μου" σκέφτηκα ! Ο πρίγκυπας ! Αυτός είναι ! Τώρα ήταν η ευκαιρία μου ! Τώρα έπρεπε να του μιλήσω ! Τώρα που...Tη σκέψη μου διέκοψε μια άλλη φωνή.
Αυτή μιας γυναίκας. "Τι συμβαίνει παιδί μου ! Ποια είναι αυτή που τολμάει να διακόψει τη βολτα μας" ? ρώτησε με στριγγή φωνή. Τότε ήταν που κατάλαβα οτι τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο εύκολα όσο φανταζόμουν.
(συνεχίζεται)
μου είπε και έβαλα δισταχτικά το χέρι μου στη ράχη του. Ένα ρήγος διαπέρασε το σώμα μου καθώς χαϊδευα το τραχύ του δέρμα με τα ακροδάχτυλά μου.
"Μη φοβάσαι" μου ξαναείπε ο Falcor με βαρυά φωνή. Ήταν μεγάλος σε ηλικία αλλά είχε ζήσει πολλά και έμαθε να εμπιστεύεται το είδος μου..κατά περίεργο τρόπο άνθρωποι και δράκοι μπορούσαν να συνυπάρξουν αρμονικά στην πόλη ετούτη. Οι εχθροί μας ήταν πολλοί...οι πολιορκίες άλλες τόσες...δεν θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Χωρίς την βοήθειά τους θα είχαμε γίνει σκόνη. Τώρα όμως θα ζητούσα και τη βοήθεια ενός πρίγκυπα. Σε μια άλλη μακρυνή πόλη. Μια συμφωνία των δύο πόλεων θα μας έκανε πιο δυνατούς στις επερχόμενες μάχες. Είμασταν λίγοι και οι περισσότεροι απο εμάς απλά βοσκοί. Έτσι, ξεκίνησα το ταξίδι για να συναντήσω και να πείσω αυτόν που θα μας έδινε μια χείρα βοηθείας. Είχα άγχος...δεν ήξερα ούτε τι να πω..ούτε πως να συμπεριφερθώ...δεδομένης και της κατάστασής μου. Δεν ήθελα όμως να με λυπηθεί. Θα έβαζα τα δυνατά μου για να τον πείσω με το μυαλό μου. Και όχι με το παρουσιαστικό μου.
"Ελα ! Ανέβα! Πιάσου απο τον λαιμό μου και σιγα σιγά ανέβα ! " μου ξαναείπε και βγήκα απο την ονειροπόλησή μου. Άγγιζα και πάλι το δέρμα του σε μια προσπάθεια να καταλάβω που ακριβώς έπρεπε να ανέβω. Μόλις βρήκα το λαιμό του έδωσα ώθηση και σκαρφάλωσα δισταχτικά στην ράχη του. 'Μήπως τον πονούσα ; Mήπως είμουν πολύ βαριά" ; Αυτές οι ερωτήσεις έρχονταν στο μυαλό μου στη προσπάθειά μου να ισορροπήσω...."Κατέβα λίγο. Εκεί θα είσα μια χαρά μικρή μου" μου είπε και ένιωσα καλύτερα. "Μικρή μου" χμ...πάντα έτσι με φώναζε, δεν εννοούσε να καταλάβει οτι πια είμουν μια δεσποινίς ! Η φωνή του παρ'όλα αυτά ήταν ήρεμη και αυτό μου έδινε σιγουριά.
"Έτοιμη ; " με ρώτησε. "Νομίζω" απάντησα "Κρατήσου γερά" μου είπε και άκουσα τα φτερά του να σκίζουν τον άνεμο καθώς ανοιγόκλειναν...μια περίεργη αίσθηση είχα στο στομάχι καθώς ανεβαίναμε όλο και πιο ψηλά. Επιταχύναμε και ο άνεμος μου έπαιρνε πίσω τα μαλλιά, ένιωθα να ανεβοκατεβαίνω πάνω στη ράχη του, ίσως να μην είχα πιαστεί καλα όταν με ρώτησε: 'Είσαι έτοιμη να πάμε πιο γρήγορα" ;
"Δεν ξέρω...φοβάμαι....είναι που δεν...." δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την πρότασή μου όταν σκίζαμε τον ούρανο και δάκρυα έτρεχαν στο μάγουλό μου...δεν ξέρω εαν ήταν απο τον άνεμο ή απο τη συγκίνησή μου !
"Τώρα περνάμε πάνω απο την Λίλιθ. Λένε οτι είναι η πόλη των δαιμόνων. Πρέπει να προσέχουμε αρκετά....σε λίγο θα περάσουμε απο την Γκουντλίν την πόλη των ξωτικών..." Ο Falcor μου περιέγραφε την έκπληξη στα μάτια των χωρικών όταν περνάγαμε πάνω απο την πόλη τους...Πετάγαμε αρκετή ώρα...δεν ξέρω πόση. Είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Το σκοτάδι δεν με βοηθούσε άλλωστε.
"Τώρα φθάνουμε ! Να το ! Το κάστρο των Γιόρκ ! Εκεί είναι και ο πρύγκυπας ! Κρατήσου γερά ! Kατεβαίνουμε ! "
"Κατεβαίνουμε ? Πού' ? κρατήθηκα οσο πιο σφιχτά μπορούσα. Γλίστραγα καθώς το σώμα μου είχε πάρει μια κατηφορική στάση. Ο Falcor επιτάχυνε και τώρα ένιωθα ακόμα πιο έντονα τον ψυχρό άνεμο στο πρόσωπό μου, έκλεισα σφιχτά τα μάτια (δεν κατάλαβα γιατί το έκανα αυτό ακριβώς) ακούμπισα το κεφάλι μου στο σώμα του η έλξη της γης μας έπαιρνε όλο και πιο κάτω μέχρι που άκουσα και παλι τα φτερά του Falcor και ο άνεμος πια δεν μου μαστίγωνε το πρόσωπο.
Είχαμε φθάσει. Στο κάστρο. Όπως μου υποσχέθηκε οτι θα με πάει ο Falcor. Στο κάστρο του πρίγκυπα.Πήρα μια βαθειά ανάσα και κατέβηκα απο τη ράχη του.
"Θα έρθω μαζί σου. Δεν θα σε αφήσω μόνη σε αυτό" μου είπε.
"Με έφερες μέχρι εδώ φίλε μου και σε ευχαριστώ. Αλλά δεν θέλω να σε βάλω σε μπελάδες. Δεν ξέρω εαν επιτρέπουν δράκους μέσα στο κάστρο. Μπορείς να κάτσεις εδώ και να με περιμένεις, άλλωστε θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Πρέπει όμως πρώτα να μιλήσω με τον πρίγκυπα. Πρέπει να τον πείσω να μας βοηθήσει. Μόνο βρές μου ένα κλαδί, ενα χοντρό κλαδί για μαγκούρα. Θα το χρειασθώ για να φθάσω έως εκεί".
"Είσαι σίγουρη? Φοβάμαι να σε αφήσω μόνη...."
"Μην ανησυχείς τόσο. Τόσα χρόνια στο σκοτάδι έχω μάθει να προσέχω τον εαυτό μου. Ευχήσου μόνο να πείσω τον πρίγκυπα να μας βοηθήσει'
Ο Falcor ξεφύσυξε. Δεν του άρεσε η ιδέα να με αφήσει μόνη αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Ήξερα οτι θα με παρακολουθούσε απο μακρυά, κρυφά.
"Καλή επιτυχία μικρή. Εαν χρειασθείς κάτι, να φωνάξεις και θα έρθω αμέσως"
"Εντάξει..εντάααξει" έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου. Πέρασα το χέρι μου κάτω απο το λαιμό του και τον αγκάλιασα. 'Σε ευχαριστώ και πάλι φίλε μου.
Θα έρθω σύντομα. Μην ανησυχείς"
Διέσχισα με αργές κινήσεις τη κρεμαστή γέφυρα. Βοηθός μου το κλαδί που μου βρήκε ο Falcor.
"Αλτ. Που νομίζεις οτι πας" με ρώτησε με τραχειά φωνή ο φρουρός. Ταράχτηκα για μια στιγμή. Οχι δεν επρεπε να το βάλω κάτω. Όχι τώρα ! Τοσο δρόμο έκανα για να φθάσω έως εδώ. Μάζεψα τα κουράγια μου και απάντησα.
"Έρχομαι απο μακρυά. Ζητάω να δω τον πρίγκυπα...η πόλη μου κινδυνεύει και...." τον ειρμό μου διέκοπε ο θόρυβος απο την πόρτα που έτριζε. Ένα αεράκι μου δρόσισε το πρόσωπο...σάστισα καθώς δεν μπορούσα να αντιληφθώ εαν η πόρτα άνοιξε για να περάσω εγώ ή για να βγεί απο το κάστρο κάποιος άλλος, μέχρι που άκουσα τις οπλές ενός αλόγου.
Σήκωσα το πρόσωπό μου ακουλουθώντας τον ήχο που έκανε το χλιμύντρισμα του . Ο ήλιος μου έτσουξε τα μάτια παρά το πανί που είχα βάλει γύρω απο το κεφάλι μου για να τα σκεπάζω. Το άλογο πλησιάσε περίσσότερο, τόσο ώστε να καλύψει τον ήλιο και να δημιουργήσει μια σκιά που με ανακούφισε για λίγο.
"Απο που έρχεσαι ? Τι ζητάς ?" η ήρεμη φωνή ερχόταν απο τον καβαλάρη του αλόγου. "Πρίγκυπά μου η κοπέλα έχασε το δρόμο της προφανώς. Δεν την βλέπετε πως είναι?" πετάχτηκε με κακία ο φρουρός ! ¨"Πρίγκυπά μου" σκέφτηκα ! Ο πρίγκυπας ! Αυτός είναι ! Τώρα ήταν η ευκαιρία μου ! Τώρα έπρεπε να του μιλήσω ! Τώρα που...Tη σκέψη μου διέκοψε μια άλλη φωνή.
Αυτή μιας γυναίκας. "Τι συμβαίνει παιδί μου ! Ποια είναι αυτή που τολμάει να διακόψει τη βολτα μας" ? ρώτησε με στριγγή φωνή. Τότε ήταν που κατάλαβα οτι τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο εύκολα όσο φανταζόμουν.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου