Καθισμένος στο πεζούλι, ρακένδιτος, με το κεφάλι σκυφτό.
Όλοι περνούσαν...τον προσπερνούσαν.
Όσοι του δίνανε είτε το κάνανε κοιτάζοντας δεξιά αριστερά προκειμένου να τους δει κάποιος οτι κάνουν μια καλή πράξη, για το ΕΓΩ τους και μόνο. Είτε το κάνανε στα γρήγορα και επιτάχυναν. «Μη προλάβει να με κοιτάξει, δεν θέλω» σκεφτόντουσαν.
Άλλοι πάλι σταματούσαν λόγω του φίλου του. Του πιο πιστού του φίλου. Του σκύλου του. «Τι γλυκό !» «Αχουτό μου» ήταν το μόνο που έλεγαν. Το χέρι στη τσέπη δεν το έβαζαν.
Το σχήμα της σακούλας στα δεξιά του πρόδιδε οτι ήταν μπουκάλι .Σίγουρα όχι νερού. Έψαχνε τις τσέπες του, σε μια προσπάθεια να βρει έστω κι ένα τσιγάρο. Μάταια !
«Φιλαράκι. Έχεις ένα τσιγάρο? Σε παρακαλώ»
«Άντε απ’δω ρε αλήτη που θες και τσιγάρο ! Τράβα κάνε ένα μπάνιο ρε μαλάκα» ήταν – στη καλύτερη των περιπτώσεων – η απάντηση που έπαιρνε και γυρνούσε στο πόστο του. Εκεί στη πλατεία. Σε εκείνη την πλατεία που έκανε περατζάδα η μισή Αθήνα.
Δε λες που είχε και τον Σπαϊκ ! Ναι...Σπαϊκ τον φώναζε. Σίγουρα όχι και τόσο πρωτότυπο όνομα. Αλλά δεν ήξερε πως αλλιώς να τον φωνάξει. Αυτό είχε ακούσει. Αυτό ήξερε.
Άλλη μια ημέρα στους δρόμους. Είχε συνηθίσει πια. Τη βροχή, το κρύο, τη μπόχα απο το σώμα του, τα ίδια του περιτώματα.
Αλλά την ΠΕΙΝΑ και το στομάχι του που χοροπηδούσε ...αυτό δεν το συνήθιζε ποτέ ! Θα ήταν τυχερός εαν έβρισκε λίγο φαγητό στα σισίτια. Αλλά και εκεί ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που πεινάγανε – και κάποιοοι που δεν πεινάγανε τόσο – που δεν έμενε και πολύ φαγητό.
Και ήταν και ο Σπαϊκ ! Έπρεπε να βρει φαγητό και για αυτόν. Τον είχε έγνοια. Πάντα κρατούσε κάτι και για εκείνον. Άλλωστε ήταν ο πιστός του φίλος. Ο μοναδικός του φίλος. Τώρα που το σκεφτόταν...δεν μπορούσε να θυμιθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε έναν φίλο – άνθρωπο. Πρέπει να ήταν πριν πολύ καιρό. Άλλωστε τώρα ήταν...40 – 45 ή 50 ετών ? Ούτε που θυμόταν. Τι σημασία είχε άλλωστε !
«Έλα φίλε μου !Φάε ! Κοτόπουλο. Το αγαπημένο σου» του εκτείνει το κεσεδάκι. Ο Σπαϊκ βγάζει τη γλώσσα, κουνάει την ουρά χαρούμενα και πέφτει με τα μούτρα στο φαγητό. Μετά αποκοιμιέται με το αφεντικό του...εκεί στην κούτα δίπλα απο αυτόν. Δεν δεχόταν την κουβέρτα παρά τις προτροπές του αφεντικού του. Άλλωστε μόνο μια είχαν.
Οι μέρες κυλούσαν αργά...δύσκολα. Ο χειμώνας μπήκε για τα καλά. Κρύο, βροχή...χιονόνερο ! «Μα καλα ! Τόσα χρόνια έχει να χιονίσει στην Αττική ! Τώρα βρήκε ! Αλλα...» βάζει το χέρι του στο πιγούνι του... «τώρα που το σκέφτομαι..όποια χρονιά κι αν έριχνε χιόνι, δεν θα άλλαζε τίποτα. Εγώ θα συνέχιζα να είμαι στο δρόμο, να σέρνω το γερασμένο κορμί μου απο το ένα παγκάκι στο άλλο, να ζητιανέυω με μικρή ανταπόκριση και...» η ψυχολογία του αλλάζει καθώς κοιτάει τον Σπαϊκ να κοιμάτε δίπλα του. «Τουλάχιστον έχω τον Σπαϊκ. Τον φίλο μου. Τον μοναδικό μου φίλο. Πόσα χρόνια περάσαμε μαζί ! Πόσα βάσανα. Τι κακουχίες.
Ε, Σπαϊκ !» χαϊδευει την κοιλιά του, ο Σπαϊκ ξυπνάει. «Θυμάσε τότε που έκλεψα το κουλούρι απο εκείνο το παιδάκι ? Και με το που άρχισε να κλαίει ρίξαμε ΜΙΑ τρεχάλα ! Ουουουου ! Ακόμα τη θυμάμαι ! Δε βαρίεσαι ρε Σπαίκ.» πίνει λίγο απο το μπουκάλι του. «Ας έχουμε τουλάχιστον να θυμόμαστε κάποιες καλές στιγμές» Ο Σπαίκ τον κοιτάει και αρχίζει να του γλείφει το πρόσωπο. «Έλα..ελα...θέλεις να παίξουμε ετσι ? Είμαι πολύ γέρος για παιγνίδια, εσύ απο οτι φαίνεται δεν θα μεγαλώσεις ποτε.» Ο Σπαικ συνεχίζει να βάζει τα πόδια του επάνω του και να τον μυρίζει... «Εεεε δε τρώγεσαι ! Έλα να δούμε λοιπόν ποιος είναι πιο γέρος!» Ο άστεγος σηκώνετε απο το πεζοδρόμιο «πιάσε με αν μπορείς» φωνάζει στον Σπαικ.
Ο Σπαικ κουνάει την ουρά του, είχε καταλάβει οτι το αφεντικό του είχε όρεξη για παιγνίδια ! Ο άστεγος ξεκινάει να τρέχει με τον Σπαικ να τον κυνηγάει...έτρεχαν..μέχρι που χάθηκαν ανάμεσα στις σκιές !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου