"Λυπάμαι αλλά η συνεργασία μας πρέπει να λήξει εδώ". Αυτά τα λόγια του προϊσταμένου σου έρχονταν ξανά και ξανά στο μυαλό σου, σαν μια ενοχλητική μύγα που την διώχνεις αλλα εκείνη επιμένει να σε στριφογυρίζει. Αυτά τα λόγια έμελλαν να αλλάξουν την ζωή σου.
Μια ζωή όχι πλουσιοπάροχη αλλά αξιοπρεπή.
Τώρα ούτε η αξιοπρέπεια δεν σου έχει μείνει.
Στα 57 σου χρόνια δύσκολα θα έβρισκες ξανά δουλειά, οι τράπεζες σε καλούσαν και ξανακαλούσαν στο σπίτι και στο κινητό για το απλήρωτο δάνειο του σπιτιού σου, οι σχέσεις με την γυναίκα σου (ήταν που ήταν χάλια) τώρα έγιναν χειρότερες παρά τις προσπάθειές σας και τα χρηματικά ποσά που δαπανήσατε σε συμβούλους γάμου, τα παιδιά σου αδιάφορα μιας και δεν τους έφερνες πλέον το χαρτζιλίκι των 100 ευρώ την εβδομάδα που ζητούσαν !
Προσπάθησες να εξηγήσεις...και στην κόρη και στον γιό. Σε κοιτούσαν με λύπηση. Δεν το άντεχες ! "Μα γιατί δεν με καταλαβαίνουν ! Προσπαθώ να βρω δουλειά, δεν με παίρνουν στην ηλικία μου" σκεφτόσουν και η μια απογοήτευση διαδεχόταν την αλλη.
Λογαριασμοί, δάνεια, χρέη, αυξημένη φορολογία αλλά πάνω απ'όλα τσακισμένο ηθικό, μηδέν αξιοπρέπεια. Κενό. Απλά κενό ! Η ζωή σου δεν ειχε νόημα. Δεν έβρισκες στήριγμα απο πουθενά. Αιαθανόσουν λες και ενας τυφώνας σε τράβαγε προς τα κάτω σαν ρουφήχτρα, προσπαθούσες να ξεφύγεις....ν'ανέβεις στην επιφάνεια, ν'αναπνεύσεις αλλά εκείνος σε άρπαζε απο τα πόδια και σε τράβαγε ακόμα πιο κάτω μαζί του. Πόσο πιο κάτω ? Πόσο πιο κάτω μπορούσες να πας?
Οσο για τους φίλους. Είχαν κι αυτοί τα δικά τους ! Άλλωστε δεν μπορεσες ποτέ να ανοιχτείς πραγματικά μαζί τους...να τους πεις για το κενό που αισθανόσουν όλο αυτό το καιρό. Οι αυπνίες, το ποτό, τα νεύρα χωρίς λόγο και αιτία, η εσωστρέφειά σου...όλα αυτά ήταν προμύνημα. Η αρχή του τέλους. Ενός τέλους που όσο το περιεργαζόσουν στο μυαλό σου, τόσο πιο εκλυστικό σου φαινόταν.
Το τελειωτικό χτύπημα δεν άργησε να έρθει. Μια ωραία πρωία, σου χτυπάνε την πόρτα. "Κατάσχεση" σου είπαν και άρχισαν να σου παίρνουν ένα ένα τα επιπλα απο το σπίτι. Η γυναίκα σου αλλόφρων δεν μπορούσε να καταλάβει - δεν ήθελε να καταλάβει - τι συνέβαινε. "Τι σημαίνουν όλα αυτα ; Ποιοι ειναι αυτοί οι άνθρωποι ; " σε ρώταγε. Εσύ, καθισμένος στην πολυθρόνα σου τους κοίταζες άπραγος. Δεν μπορούσες να σαλέψεις. Σαν κάποιος να σε είχε καθηλώσει με το ζόρυ. Το τελευταιο πραγμα που θυμάσαι απο εκείνη την ημέρα, είναι την γυναίκα και τα παιδιά σου να βγαίνουν απο το κατώφλι της πόρτας με τις βαλίτσες στο χέρι. Θα έμεναν λεει στην μητέρα της.
Και η τελευταία ελπίδα να τα ξαναβρείτε με την οικογένειά σου είχε έξαφανιστεί σε χρόνο μηδέν.
Άλλωστε τη σημασία είχε πια ? Το είχες πάρει απόφαση. Είχες ήδη τσεκάρει το ψηλότερο κτήριο της Αθήνας. Είχες βρει τρόπο να μπεις μέσα, να ανέβεις τα σκαλιά μέχρι την ταράτσα, εκεί απο όπου θα έκανες την βουτιά. Βουτιά στο κενό. Ναι. Έτσι θα γινόταν. Όσο το σκεφτόσουν, κουνούσες το κεφάλι πάνω κάτω συγκαταβατικά. Ναι έτσι θα γινόταν. Ετσι θα το έκανες. Τα είχες προγραμματίσει όλα στο μυαλό σου. Παράξενο, αλλά για πρώτη φορά μετά απο πολύ καιρό, είχες την διάυγεια να προγραμματίσεις κάτι. Ένα χρόνο τώρα ακροβατούσες μεταξύ ζωής και θανάτου. Τώρα που τα είχες σχεδιάσει όλα τόσο καλά στο μυαλό σου δεν ήθελες να πάει τίποτα στραβά. Σαν τον δολοφόνο που πριν κάνει την οποιαδήποτε κίνησή του, έχει εξετάσει όλες τις πιθανότητες.
Βάζεις το κοστούμι σου με αργές κινήσεις. Τελετουργικά. Δένεις τα παπούτσια σου. Κοιτάζεσαι στον καθρέπτη. Τα μάτια σου είναι κενά. Αισθάνεσαι πάλι αυτό το χάος να σε διακατέχει. Την δίνη να σε τραβάει όλο και πιο κάτω. Βάζεις τα χέρια σου στο πρόσωπό σου, σε μια προσπάθεια να αποδιώξεις τις σκέψεις σου. Μήπως έστω και την ύστατη στιγμή άλλαζες γνώμη. Μήπως και προσπαθούσες να σηκωθείς παλι στα πόδια σου....μήπως.... Μάταια.
Βγαίνεις απο την πολυκατοικία και κατευθύνεσαι στο κτήριο. Ανεβαίνεις απο την εσωτερική σκάλα. Φθάνεις στην ταράτσα. Ο αέρας σου κυματίζει το παντελόνι και το φαρδύ σου πουκάμισο κολλάει π άνω στο ιδρωμένο σου σώμα. Κατευθύνεσαι αποφασιστικά στο περβάζι. Βάζεις το ένα πόδι - "τι πάω να κάνω"; μια φωνή λεει μέσα σου αλλά συνεχίζεις διστατικά -και μετά το άλλο. Πιάνεσαι απο τα μαρμάρινα κάγκελα...κοιτάς κάτω τη λεωφόρο και τα αυτοκίνητα που περνάνε σαν τρελλά, τα κορναρίσματα..βαβούρα. Κάποιοι διερχόμενοι στο πεζοδρόμιο σταματούν δείχνοντας προς το μερος σου. Ο κόσμος τώρα γίνεται όλο και περισσότερος....μερικοί μιλούν στο κινητό προφανώς έχουν ήδη καλέσει την αστυνομία.
Κλείνεις τα μάτια, σηκώνεις το κεφάλι και οι αχτίδες του ήλιου σου λούζουν το πρόσωπο. Ζεστασιά. Ξαφνικά εικόνες απο το παρελθόν περνάνε απο το μυαλό σου σαν ταινία...ευτυχισμένες εικόνες. Όσο οι ηλιαχτίδες χαϊδευαν το πρόσωπό σου τόσο οι εικόνες γίνονταν όλο και πιο ζωντανές.... Το πρώτο ραντεβού με την γυναίκα σου, την κόρη σου πιτσιρίκα να σου δείχνει τις ζωγραφιές της που έκανε στο σχολείο.....ποδόσφαιρο στην αλάνα απέναντι απο την πολυκατοικία με τον γιο. Ενα δάκρυ κύλησε απο το μάγουλό σου. Αυτές οι εικόνες...ήταν εικόνες βαθειά χαραγμένες στη μνήμη σου. Αυτές οι εικόνες σε έκαναν να κοιτάξεις για λίγο κάτω στη λεωφόρφο με τα διερχομενα αυτοκίνητα και να αναρωτηθείς : "Τι πάω να κάνω ; Ποιους αφήνω πίσω μου ; Τι θα γίνει η οικογένειά μου ; " Σε πιάνει ίλλιγγος. Σηκώνεις το κεφάλι, σφίγγεις τα δόντια και αναφωνείς : "Θα τα καταφέρω...Θα το ξεπεράσω...όχι έτσι...όχι κατ' αυτόν τον τρόπο ! Δεν ειναι λύση αυτή ! Χριστέ μου ! Τι σκεφτόμουν ! Κατι θα γίνει. Δεν μπορεί. Μια δουλειά κουτσά στραβά θα την βρω. Θα ξεκινήσω απο το μηδέν. Θα παρω την ζωή στα χέρια μου. Θα ζήσω...ΠΡΕΠΕΙ να ζήσω". Η σειρίνα απο το οχημα της πυροσβεστικής που κατέφθασε με στρώμα, σε έβγαλε απο τις σκέψεις σου. Χαμογέλασες αχνά, καθώς συνειδητοποιησες οτι τελικά θα έκανες βουτιά....αλλά οχι στο κενό. Τα ρούχα σου ανέμιζαν κάθως έπεφτες και ενα περίεργο συναίσθημα - ανακούφισης ίσως - είχε πάρει πλέον τη θέση των αρχικών σκοτεινών σου σκέψεων.
"Έχετε κάποιον δικό σας να καλέσετε να σας παραλάβει ή να σας παμε εμεις σπίτι ; " ρωτησε ο αστυνομικός. Στο δρόμο για την επιστροφή, μέσα στο περιπολικό - δεν ήθελες να ενοχλήσεις τη γυναίκα σου ,θα τις εξηγούσες εν καιρώ - εκανες σχέδια για τις επόμενες κινήσεις σου. Εφημερίδα για την αναζήτηση εργασίας, καποια τηλέφωνα σε φίλους και γνωστούς εαν θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν....καποια ιατρικη βοήθεια ίσως...και μετά την οικογένειά σου.
Φθάνοντας στο σπίτι, ευχαριστείς τους αστυνομικούς που σε έφεραν, βάζεις το κλειδί στην πόρτα και ξαφνιάζεσαι οταν βλέπεις την γυναίκα σου να σηκώνεται απο την πολυθρόνα, να τρέχει προς το μέρος σου και σε αγκαλιάζει σφιχτά. Τόσο σφιχτά, θαρρείς και είχε καταλάβει το τι σου συνέβει πριν απο λίγη μόνο ώρα και φοβήθηκε μην σε χάσει. "Δεν πρέπει να το μάθει. Όχι ακόμα τουλάχιστον. " σκέφτηκες.
Εκλεισες τα μάτια, της φίλησες τα μαλλιά - λάτρευες την μυρωδιά των μαλλιών της - και αισθάνθηκες ευγνωμοσύνη για το οτι ήσουν εκεί μαζί της. Εκεινη τη στιγμή, αγκαλιασμένοι. "Θα πάρω τη ζωή στα χέρια μου" είπες απο μέσα σου. Αυτές οι λίγες αλλά τόσο σημαντικές λεξεις που έμελλαν να σε βγάλουν απο το σκοτάδι και να ΖΗΣΕΙΣ στο φως.